- λιγύπνοιος
- λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί-πνοιος / θεό-πνους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγυπνοίοις — λιγύπνοιος shrill blowing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγυρόπνοος — λιγυρόπνοος, οον (Α) λιγύπνοιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + πνους (< πνοή), πρβλ. θεό πνους] … Dictionary of Greek
λιγύπνοος — λιγύπνοος, οον και ους, ουν (Α) βλ. λιγύπνοιος … Dictionary of Greek
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek